βοιωτικά

βοιωτικά
βοιωτικός
a Boeotian
neut nom/voc/acc pl
βοιωτικά̱ , βοιωτικός
a Boeotian
fem nom/voc/acc dual
βοιωτικά̱ , βοιωτικός
a Boeotian
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βοιωτικάς — βοιωτικά̱ς , βοιωτικός a Boeotian fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • πάιλλος — πάϊλλος, ὁ (Α) αρσενικό παιδί, αγόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς / παιδός + κατάλ. λος με διπλασιασμό τού λ φαινόμενο συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή < *πάϊδλος με αφομοιωτική τροπή τού δ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

  • τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (; – 406; π.Χ.). Αν και μεταγενέστερος του Εκαταίου και του Ηροδότου, συνέλεξε μύθους και παραδόσεις κατά τον τρόπο των παλαιότερων λαογράφων. Τέτοια είναι τα έργα του για τις θεσσαλικές, αργολικές και… …   Dictionary of Greek

  • Κτησιφών — I Αρχαία πόλη της Βαβυλωνίας. Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Τίγρη, απέναντι από τη Σελεύκεια. Ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αποτέλεσε προπύργιο των Σελευκιδών εναντίον των Πάρθων. Οι τελευταίοι κατόρθωσαν να κυριεύσουν την πόλη στα… …   Dictionary of Greek

  • Λάππας, Τάκης — (Λιβαδειά 1904 – 1995). Συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά νωρίς αφιερώθηκε στην ιστορική έρευνα, στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Έγραψε διάφορες ιστορικές μελέτες (αναφερόμενες κυρίως στη Ρούμελη) …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”